- νυμφαγωγώ
- νυμφογωγῶ, -έω (ΑΜ) [νυμφαγωγός]οδηγώ τη νύφη από το πατρικό της σπίτι στο σπίτι τού γαμπρού («τὰς τῶν πολιτῶν θυγατέρας οἱ τύραννοι μετὰ μαστίγων νυμφαγωγοῡσιν», Δίον. Αλ.)μσν.(η μτχ. μέσ. ενεστ.) νυμφαγωγούμενοςο νυμφίος, ο γαμπρόςαρχ.1. οδηγώ τη νύφη ως γαμπρός στο σπίτι2. φρ. «νυμφαγωγῶ γάμους» — νυμφεύω.
Dictionary of Greek. 2013.